Η Εφηβεία που Ζει Ακόμα Μέσα Μου

Επιμέλεια: Γιάννης Σταμενίτης

Θυμάμαι την Ελλάδα του 1990 σαν μια σκηνή γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Η εφηβεία μου ήταν μια εποχή σύγχυσης και αναζήτησης, όπου όλα γύρω μου έμοιαζαν να αλλάζουν με έναν τρόπο που άλλοτε με μαγνήτιζε κι άλλοτε με φόβιζε. Τα χρόνια εκείνα δεν ήμουν απλά ένας θεατής, αλλά ένας παίκτης σε ένα παιχνίδι που δεν είχα επιλέξει, αλλά ούτε μπορούσα να αγνοήσω.

Η μουσική ήταν η πρώτη μου μεγάλη απόδραση. Δεν ήταν απλά μελωδίες και στίχοι, ήταν η ψυχή μιας γενιάς. Θυμάμαι να αγοράζω κασέτες και δίσκους με χρήματα που μάζευα από μικροδουλειές ή τα κάλαντα, και να χάνω ώρες με το walkman στ’ αυτιά, ακούγοντας Bad Religion, Dead Kennedys, και ό,τι είχε αυτή η ανεξάρτητη punk rock σκηνή να προσφέρει. Ήταν η δική μας αλήθεια, αυτό το επαναστατικό “όχι” που ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν ήξερα πώς. Τα λόγια τους έγιναν δικά μου. Ο θυμός τους, η απογοήτευση, η ανάγκη για μια αλλαγή που έμοιαζε μακρινή, με τράβηξαν σαν μαγνήτης. Τότε, πίστευα ότι η μουσική μπορούσε πραγματικά να αλλάξει τον κόσμο.

Το skateboard ήταν η δεύτερη μου απόδραση. Για μένα, το σκέιτ δεν ήταν απλώς ένα μέσο μετακίνησης ή ένα άθλημα• ήταν η ελευθερία μου. Στην άσφαλτο των δρόμων ένιωθα ζωντανός, έξω από τους κανόνες. Καθώς κατέβαινα τις κατηφόρες και έκανα κόλπα, κάθε χτύπημα και πτώση ήταν ένα σημάδι πως αρνούμαι να συμβιβαστώ με την κανονικότητα. Με την «team nothing» ήμασταν μια ομάδα παιδιών που δεν ήθελαν να γίνουν τίποτα από αυτά που μας έλεγαν πως πρέπει να γίνουμε. Εμείς ορίζαμε την επιτυχία με το πώς νιώθαμε στο τέλος κάθε ημέρας, όχι με τα διπλώματα ή τις βαθμολογίες.

Η αίσθηση πως η Ελλάδα άλλαζε με τρόπους που δεν μπορούσα να καταλάβω πλήρως με γέμιζε άγχος. Οι πολιτικές συζητήσεις ήταν παντού γύρω μου• άκουγα τους γονείς μου να μιλούν για τα νέα μέτρα, τις απεργίες, τις δυσκολίες που φαινόταν να αυξάνονται. Έβλεπα τους συνομηλίκους μου να ακολουθούν τα μονοπάτια που θεωρούνταν ασφαλή – διάβαζαν για τις Πανελλήνιες, μιλούσαν για πανεπιστήμια και καριέρες. Εγώ, όμως, ένιωθα πως δεν ήθελα να μπω σε αυτήν την αλυσίδα. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Στις ατελείωτες ώρες των μαθημάτων, που συχνά φάνταζαν σαν φυλακή, σκεφτόμουν πώς να δραπετεύσω.

Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από τοίχους που μιλούσαν. Το γκράφιτι είχε αρχίσει να γεμίζει τις γειτονιές, φωνάζοντας σιωπηρά αυτά που οι υπόλοιποι δεν έλεγαν. Με μαγνήτιζε αυτή η αστική τέχνη. Περπατούσα και κοίταζα τα σχέδια, τα συνθήματα. Ήταν σαν να βλέπω σε κάθε τοίχο μια άλλη φωνή, μια φωνή που έλεγε «Είμαστε εδώ, και δεν θα σιωπήσουμε». Πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται πώς θα ήταν να γίνω κι εγώ μέρος αυτής της επανάστασης των τοίχων.

Την ίδια περίοδο, η τεχνολογία άρχισε να εισβάλλει στη ζωή μας. Το διαδίκτυο, οι πρώτοι υπολογιστές, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ήταν σαν ένας νέος κόσμος να ανοίγεται μπροστά μας, γεμάτος υποσχέσεις και κίνδυνο ταυτόχρονα. Θυμάμαι τις πρώτες συνδέσεις dial-up, εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο όταν προσπαθούσαμε να μπούμε στο ίντερνετ. Ήταν τόσο αργό, αλλά ήταν κάτι το καινούργιο, κάτι το επαναστατικό. Δεν ξέραμε τι ακριβώς να κάνουμε με αυτό, αλλά μας ενδιέφερε να το εξερευνήσουμε. Υπήρχε αυτή η αίσθηση πως η τεχνολογία θα άλλαζε τα πάντα, και ήμασταν οι πρώτοι που θα το ζούσαμε.

Αργότερα, τα χρόνια κύλησαν γρήγορα. Από τη φρενήρη εφηβεία μου, πέρασα στις σπουδές γραφιστικής. Ήταν ένα μονοπάτι που φαινόταν φυσικό, αφού πάντα με τραβούσαν οι εικόνες, τα χρώματα και η αισθητική του δρόμου. Όμως, ήθελα περισσότερα. Έτσι, κατάφερα να μπω στην Καλών Τεχνών, και από εκεί, έκανα μεταπτυχιακές σπουδές για να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στην τέχνη και την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Τότε, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα.

Έγινα καθηγητής αισθητικής αγωγής σε δημόσιο σχολείο. Διδάσκω εικαστικά στα παιδιά, κάτι που μου δίνει την ευκαιρία να συνδέομαι με τις επόμενες γενιές, να τους δίνω ένα κομμάτι από αυτό που κουβαλώ μέσα μου. Η οικογένειά μου, έγιναν το κέντρο της ζωής μου. Οι μέρες μου είναι γεμάτες με ευθύνες, μαθήματα, οικογενειακές στιγμές, ενώ οι νύχτες συχνά με βρίσκουν να αναλογίζομαι τον χρόνο που περνάει, τα όνειρα που έκανα και αυτά που ζωντανεύω ακόμη.

Άραγε, έχω κρατήσει κάτι από εκείνη την εφηβεία; Σίγουρα, το πάθος μου για την τέχνη δεν έσβησε ποτέ. Η ανάγκη μου να εκφράζομαι με χρώματα, γραμμές και εικόνες είναι ακόμα τόσο δυνατή όσο και τότε, ίσως πιο ώριμη πια, αλλά εξίσου έντονη. Η επαναστατική φλόγα εκείνης της εποχής υπάρχει μέσα μου, πιο σιωπηλή τώρα, όμως δεν έσβησε. Αντί να βγαίνει στους δρόμους και τους τοίχους, βγαίνει μέσα από το έργο μου, από τον τρόπο που προσπαθώ να εμπνεύσω τα παιδιά, να τους μάθω να βλέπουν τον κόσμο με άλλους, πιο ελεύθερους τρόπους.

Και το skateboard; Μπορεί να μην τρέχω πια με σανίδα στους δρόμους, αλλά η αίσθηση εκείνης της ελευθερίας με ακολουθεί ακόμη. Σαν να ισορροπώ συνεχώς πάνω σε μια αόρατη σανίδα, προσπαθώντας να μην χάσω την ισορροπία μου ανάμεσα στη ζωή που διάλεξα και στη ζωή που ονειρεύτηκα όταν ήμουν παιδί.

Κοιτάζοντας πίσω, δεν έχω απαρνηθεί τίποτα από εκείνη την εποχή. Ίσα-ίσα, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχτισα τη ζωή μου. Ίσως αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζω όλα όσα με απασχολούν. Δεν χρειάζεται πια να φωνάζω τόσο δυνατά ή να τρέχω στους δρόμους• τώρα εκφράζομαι μέσα από τα έργα μου, από τις συζητήσεις που έχω με τα παιδιά μου, μέσα από τη δουλειά μου στο σχολείο. Η τέχνη παραμένει η δική μου επανάσταση, η δική μου ελευθερία, ακριβώς όπως τότε.

Τελικά, όσα πέρασα τότε, τα κρατώ μέσα μου. Ίσως πιο ώριμα πια, ίσως σε άλλες μορφές, αλλά ποτέ δεν έφυγαν. Όλη εκείνη η ενέργεια, η ορμή, η ανάγκη για έκφραση και για κάτι διαφορετικό, ζουν ακόμη σε ό,τι κάνω.

Αυτές οι μνήμες, αυτά τα βιώματα, είναι που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Η μουσική, το skateboard, οι τοίχοι με τα γκράφιτι, οι πολιτικές συζητήσεις στα σπίτια και στα καφενεία, η τεχνολογία που μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας – όλα αυτά έγιναν κομμάτια του εαυτού μου, κομμάτια της τέχνης μου. Ακόμα και σήμερα, όσο κι αν έχουν αλλάξει τα πράγματα, εκείνη η ανάγκη για ελευθερία, για αμφισβήτηση, για δημιουργία έξω από τους κανόνες, παραμένει ζωντανή.

Και έτσι, προχωρώ. Από τα θορυβώδη καλοκαίρια του ’90 μέχρι τις σιωπηλές ώρες στο εργαστήριο, από τις ανηφόρες με το skateboard μέχρι τις ανηφόρες της ζωής. Ό,τι ήμουν, είμαι ακόμα. Δεν ξεχνώ. Και αν σήμερα με ρωτήσεις αν εκείνος ο έφηβος υπάρχει ακόμα, θα σου πω το εξής:

“Δεν σταμάτησα ποτέ να κυλάω στους δρόμους της δικής μου επανάστασης. Απλώς άλλαξα σανίδα.

Share: