Τα τρία αδέρφια και η αδερφούλα τους

Γράφει η Γεωργία Αγγελή

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν τέσσερα αδέρφια τρία αγόρια κι ένα κορίτσι, ορφανά και φτωχά. Τ’ αγόρια δούλευαν στα χωράφια ή όπου άλλου εύρισκαν δουλειά και το κορίτσι συγύρι­ζε το σπίτι τους, μαγείρευε και όταν είχε καιρό, μάζευε χόρτα και τα πουλούσε.

Μια μέρα πήγε στο δάσος να μαζέψει αγριοράδικα κι εκεί που μάζευε, βλέπει μια γριούλα να ‘ρχεται κατά το μέρος της, κι ήταν τό­σο αποσταμένη και πικραμένη που το κορίτσι τη λυπήθηκε.

  • Γεια σου, καλό μου κορίτσι, της είπε η γριά.
  • Καλώς τη Σταυρομάνα’ κάτσε λιγάκι να ξεκουραστείς.

Η γριούλα έκατσε σε μια πέτρα κι αναστέναξε. Το κορίτσι τότε έ- τρεξε κοντά της κι είπε:

  • Θέλεις τίποτα, κυρούλα μου; μη διψάς, να σου φέρω νεράκι; μην πεινάς, να μοιραστούμε το ψωμάκι μου;
  • Αχ, παιδάκι μου, ούτε πεινώ, ούτε διψώ, γιατί έχω μεγάλη πίκρα στην καρδιά μου κι αυτή δε μ’ αφήνει ούτε να πεινάσω, ούτε να δι­ψάσω. Κι επειδή μου φαίνεσαι καλό κορίτσι, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Θα σου φανεί πολύ βαριά, μ’ αν μου την κάνεις, δε θα μετανιώσεις.
  • Τί χάρη, κυρούλα; Πες μου κι αν μπορώ, θα στην κάνω, έννοια σου.

Σε λιγάκι θ’ απαντήσεις ένα γεροντάκι μ’ ένα σακούλι. Αυτό θα σε καλημερίσει και θα σου πει: «έρχεσαι μαζί μου να γίνεις θυγατέρα μου, να σου δίνω να τρως και να πίνεις και συ να μου κάνεις τις δου­λειές του σπιτιού μου;» Εσύ τότε να του πεις: «έρχομαι» και να πας μαζί του. Ξέχασα να σου πω ότι αυτός ο γέρος είναι άσχημος πολύ, έχει όμως καλή καρδιά, γι’ αυτό να μην προσέξεις την ασχήμια του.

  • Κυρούλα μου, απάντησε το κορίτσι, αυτό που μου ζητάς δεν μπορώ να το κάνω, γιατί έχω αδέλφια που ορκίζονται στ’ όνομά μου κι αν δε με βρουν το βράδυ στο σπίτι, θα νομίσουν πως χάθηκα και θα λυπηθούν πολύ, μα κι εγώ τ’ αγαπώ πολύ και δε θέλω να φύγω από κοντά τους.
  • Αν κάνεις αυτό που σου λέω, θα ‘ναι για το καλό σου και για το καλό των αδελφιών σου, είπε η γριά.

Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε κι έφυγε.

Το κορίτσι έμεινε σαστισμένο κι ακίνητο κάμποση ώρα. Κι ύστερα κίνησε να πάει στο σπίτι της. Στο δρόμο όμως συλλογίστηκε: «αν αυ­τή η γριούλα ήταν καμιά σοφή και μου ‘πε την αλήθεια; αν είναι για το καλό των αδελφιών μου γιατί ν’ αφήσω αυτή την ευκαιρία να χα­θεί; Ας πάω με το γεροντάκι στο σπίτι του κι αν δε μ’ αρέσει, φεύγω και πάω στο δικό μου».

Και δε χάνει καιρό, γυρίζει πίσω στο δάσος.

Σε λίγο να σου το γε­ροντάκι με το σακούλι στον ώμο του.

  • Γεια σου, κόρη μου, της λέει.
  • Καλώς τον παππούλη, του λέει αυτή· πού πας από δω;
  • Πάω να βρω καμιά κοπέλα να την κάνω θυγατέρα μου, αποκρίθηκε το γεροντάκι. Έρχεσαι συ; Θα σου δίνω να τρως και να πίνεις και συ θα μου κάνεις τις δουλειές του σπιτιού μου.
  • Έρχομαι, λέει το κορίτσι.

Και πήγε μαζί του. Περπάτησαν – περπάτησαν ώρες πολλές μέσα στο πυκνό δάσος, ώσπου έφτασαν σ’ ένα μεγάλο άσπρο σπίτι, τριγυρισμένο με ψηλά δέντρα. Το γεροντάκι άνοιξε την πόρτα και μπήκαν.

Πέρασαν μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα όπου βρήκαν το τραπέζι στρω­μένο και το φαί έτοιμο. Κάθισαν, έφαγαν, υστέρα το γεροντάκι την οδήγησε στο πάνω πάτωμα, όπου ήσαν πολλές πόρτες στη σειρά και της είπε:

«’Ανοιξε όποια θες απ’ αυτές».

Το κορίτσι άνοιξε την πρώτη πόρτα και βρέθηκε σε μια ωραία κάμαρα με κρεβάτι και μ’ όλα τα χρειαζούμενα. Έπεσε λοιπόν να κοι­μηθεί κι από τότε έμεινε με το γεροντάκι, σκούπιζε, μαγείρευε και συ­γύριζε το σπίτι του και μια-μια θυμότανε τ’ αδέλφια της και έκλαιγε. Αλλά ας αφήσουμε τώρα το κορίτσι κι ας έρθουμε στ’ αδέλφια της. Τ’ αδέλφια της, λοιπόν, σα γύρισαν το βράδυ στο σπίτι τους, και δεν είδαν την αδελφή τους, άρχισαν να τη φωνάζουν και να ψάχνουν παντού να τη βρουν, μα δεν τη βρήκαν πουθενά.

Και κόντευαν πια ν’ απελπιστούν γιατί τη νόμισαν για χαμένη. Τέλος, ένα πρωί, λέει ο πρώτος αδελφός: Θα πάω στο δάσος και θα ψάξω, μην τύχει και βρω την αδελφούλα μας. Ποιος ξέρει, μπορεί να μη χάθηκε και να ‘ναι ακόμα ζωντανή.

Κίνησε, λοιπόν, και σε λίγη ώρα έφτασε στο δάσος κι άρχισε να φωνάζει τ’ όνομά της και να γυρίζει όλη την ημέρα και τη νύχτα από δέντρο σε δέντρο μέσα στο σκοτάδι, ώσπου ξημέρωσε. Προχώρησε τότε μακρύτερα και κάποτε έφτασε στο ψηλό σπίτι και χτύπησε την πόρτα του. Και ποιος ήρθε να του ανοίξει; η ίδια η αδελφούλα του!

Αγκαλιάστηκαν τότε τα δυο αδέλφια και φιλήθηκαν και το παιδί άρχισε να τη ρωτάει πώς βρέθηκε εκεί και τι έκανε. Το κορίτσι όμως δε θέλησε να του πει την αλήθεια, γιατί φοβόταν μήπως την πάρει από κει πριν προφτάσουν να δουν το καλό που της έταξε η γριά, κι είπε:

  • Αχ, αδελφούλη μου, με κρατάει εδώ σκλάβα του ένας μάγος, και πρέπει να φύγεις, γιατί αν σε βρει το βράδυ που θα γυρίσει, θα σου κάνει κακό.
  • Δε φεύγω, ούτε σ’ αφήνω μοναχή, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Θα μείνω εδώ να δω το μάγο και να μετρηθώ μαζί του.

Η κοπέλα τον παρακάλεσε πολύ να φύγει, έκλαψε, μα δεν έκανε τίποτα. Έκατσε λοιπόν ως το βράδυ μαζί του και κουβέντιαζαν, και όταν άκουσε να γυρίζει το γεροντάκι τον έκρυψε στο πατάρι. Το γε­ροντάκι όμως, μόλις μπήκε στο σπίτι, ρώτησε:

  • Ποιος είναι κρυμμένος στο πατάρι;
  • Άχ, παππούλη μου, είπε το κορίτσι, ο αδελφός μου είναι, μην του κάνεις κακό.
  • Δε θα του κάνω κακό, είπε το γεροντάκι, θα τον κάνω σκάλα να ανεβαίνουμε.

Και πήγε στο πατάρι, χτύπησε μ’ ένα βεργάκι το παιδί και το ‘κά­νε σκάλα.

Τ’ αδέλφια του, στο σπίτι, τον περίμεναν να γυρίσει, μα οι μέρες περνούσαν και δε γύριζε.

«Θα πάω να δω τι έγινε ο αδελφός μας κι η αδελφούλα μας, είπε ο δεύτερος».

Και πήγε στο δάσος κι από κει στο ψηλό σπίτι. Μόλις χτύπησε την πόρτα του, ήρθε η αδελφή του και του άνοιξε κι αγκαλιάστηκαν τα δυο αδέλφια και φιλήθηκαν κι έκλαψαν από την πολλή χαρά. Ύ­στερα το κορίτσι τού ιστόρησε τι είχε γίνει από την αρχή. Δεν είπε ό­μως ούτε και σ’ αυτόν την αλήθεια, παρά είπε πως το γεροντάκι την είχε σκλάβα του.

  • Είδες τι έπαθε ο αδελφός μας; έκανε στο τέλος. Φύγε, λοιπόν, να γλιτώσεις εσύ, αδελφούλη μου.
  • Δε φεύγω, ούτε σ’ αφήνω μοναχή, απάντησε το παλικάρι. Θα μείνω εδώ και θα μετρηθώ με το μάγο.

Έκατσε λοιπόν μαζί της και κουβέντιαζαν ως το βράδυ κι όταν η κοπέλα άκουσε το γεροντάκι να ‘ρχεται, έκρυψε τον αδελφό της στην αποθήκη. Σα μπήκε μέσα στο σπίτι το γεροντάκι ρώτησε:

  • Ποιος είναι κρυμμένος στην αποθήκη;
  • Αχ, παππούλη, είπε το κορίτσι, ο αδελφός μου είναι, μην του κά­νεις κακό.
  • Δε θα του κάνω κακό, είπε το γεροντάκι, θα το κάνω σκούπα να σκουπίζεις.

Και πήγε στην αποθήκη, χτύπησε μ’ ένα βεργάκι το παιδί και το ‘κάνε σκούπα.

Ο μικρός αδελφός τον περίμενε να γυρίσει, μα σαν πέρασαν τρεις μέρες και δε γύριζε, άρχισε να κλαίει και ν’ αναστενάζει.

«Αχ, έλεγε, πάει η αδελφούλα μου, πάνε και τα δυο μου αδέλφια, χάθηκαν κι ούτε θα τα ξαναδώ ποτέ μου. Τι τη θέλω τη ζωή;»

Κι έκλαιγε δάκρυα πικρά ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Ύστερα όμως είπε: «Ποιος ξέρει πάλι αν δε ζουν κι αν δε χρειάζονται τη βοήθειά μου;»

Και δε χάνει καιρό, φορτώνει το γαϊδούρι του στάχτη, κλείνει το σπίτι του και κινάει για το δάσος. Κι όταν στο δρόμο του έβλεπε κα­νένα σπιτάκι, φώναζε:

«Στάχτη, ωραία στάχτη».

Έφτασε έτσι σιγά – σιγά στο δάσος, έψαξε παντού, ρώτησε κάτι ξυλοκόπους που απάντησε, κανένας όμως δεν ήξερε να του πει τίπο­τα για τ’ αδέλφια του και την αδελφή του. Έτσι πηγαίνοντας βρέθηκε μπροστά στο ψηλό σπίτι και χτύπησε την πόρτα του. Κι όταν είδε την αδελφή του να ‘ρχεται να του ανοίγει, κόντεψε να τρελαθεί από την πολλή χαρά.

  • Αδελφούλα μου, φώναξε, πού βρέθηκες εδώ; ξέρεις μήπως τι έγι­ναν τ’ αδέλφια μας;
  • Η αδελφή του τότε έπιασε και του ιστόρησε όλα από την αρχή, δε μίλησε όμως για τη γριά, παρά είπε πως ο γέρος την κρατάει σκλάβα του.
  • Φύγε, αδελφούλη μου, να γλιτώσεις εσύ και να μην πάθεις σαν τ’ αδέλφια μας, είπε στο τέλος.
  • Δε φεύγω, ούτε σ’ αφήνω μοναχή. Θα μείνω εδώ και θα λογαρια­στώ με το μάγο, της απάντησε το παιδί.
  • Αχ, πού να σε κρύψω τότε; όπου κι αν σε κρύψω θα σε βρει.
  • Να μη με κρύψεις πουθενά, αδελφούλα μου, παρά να μ’ αφήσεις στην πόρτα με το γαϊδούρι μου. Μόνο, σαν έρθει το γεροντάκι και με δει, μην πεις πως με γνωρίζεις.
  • Καλά, είπε το κορίτσι, κι άμποτε να ‘σαι πιο τυχερός εσύ. Έκλεισε, λοιπόν, την πόρτα της, και μπήκε στο σπίτι και το παλι­κάρι έμεινε απ’ έξω με το γαϊδούρι του.

Σα νύχτωσε κι ήρθε το γερον­τάκι, τον είδε και τον ρώτησε:

  • Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ;
  • Είμαι ένας φτωχός που πουλάω στάχτη και δουλεύω σε κήπους. Μην έχεις κανέναν κήπο να σου σκάψω; μην έχεις φυτεμένα σκόρδα να τους ρίξω τη στάχτη μου;

Λοιπόν, το γεροντάκι είχε φυτεμένα σκόρδα στον κήπο του, μα δεν τους είχε ρίξει στάχτη κι ήταν μικρούλια και ψιλά, σαν κλωστές κι όταν άκουσε τον πουλητή ευχαριστήθηκε κι είπε:

«Κάτσε απόψε στο σπίτι μου να φας και να κοιμηθείς και το πρωί μου περιποιέσαι τα σκόρδα μου».

Έμεινε λοιπόν το παλικάρι εκεί και το πρωί βοτάνισε τα σκόρδα, τα σκάλισε και τους έριξε μπόλικη στάχτη.

  • Δεν κάθεσαι εδώ, είπε τότε ο γέρος, να μου σκαλίσεις και τα μα­ρούλια μου και τα λαχανικά μου και να μου φυτέψεις μποστάνι γιατί είμαι γέρος και ανήμπορος;
  • Κάθομαι, απάντησε το παιδί.

Και κάθισε στο ψηλό σπίτι, και δούλευε στο λαχανόκηπο, έσχιζε ξύλα κι έκανε όλες τις βαριές δουλειές. Μα ήταν ευχαριστημένος που ζούσε κοντά στην αδελφή του και συλλογιζότανε να βρει τρόπο να ε­λευθερώσει τ’ αδέλφια του.

Μια μέρα, εκεί που κάθονταν στην αυλή, λέει στην αδελφή του:

«Αυτό το γεροντάκι θα ‘χει κάποια μαγική δύναμη, αφού μπόρεσε κι έκανε τ’ αδέλφια μας το ένα σκάλα και τ’ άλλο σκούπα».                                                                                                          

Άκου λοι­πόν τι συλλογίστηκα: Θα βάλω μπροστά στο κατώφλι μια μεγάλη πέτρα μαυριδερή και τη νύχτα που θα γυρίζει, δε θα τη δει και θα σκοντάψει πάνω της και θα χτυπήσει στο πόδι. Συ τότε θα τρέξεις να τον σηκώσεις, θα τυλίξεις το πόδι του με κρύα πανιά και θα τον ξα­πλώσεις στον καναπέ. Αυτός θα σ’ ευχαριστήσει που έπαψες τους πόνους του και θα σε ρωτήσει τι θέλεις να σου κάνει. Συ τότε να τον ρωτήσεις ποια είναι η δύναμή του, και να μου την πεις.

«Κάνε όπως θέλεις, είπε το κορίτσι, και μακάρι να πετύχουμε».

Το παλικάρι έβαλε μια σκούρα πέτρα μπροστά στο κατώφλι και σα γύρισε το γεροντάκι, χτύπησε πάνω της κι ένιωσε τέτοιον πόνο στο ποδάρι του που άρχισε να φωνάζει και να βογγάει. Το κορίτσι τότε έτρεξε, το σήκωσε, το ξάπλωσε στον καναπέ και του τύλιξε το πόδι του με κρύα πανιά, κι έτσι του αλάφρωσε τον πόνο.

  • Αχ, είπε το γεροντάκι, για το καλό που μου ‘κάνες, τι θέλεις να σου κάνω;
  • Να μου πεις ποια είναι η δύναμή σου, παππούλη μου, απάντησε το κορίτσι.
  • Αχ, παιδάκι μου, είπε το γεροντάκι, η δύναμή μου είναι μια πέρδι­κα κι αυτή η πέρδικα έχει οχτώ αυγά. Αν πιάσει κανείς την πέρδικα, θα γίνει κάτι κι αν σπάσει τ’ αυγά της, θα γίνει άλλο, μεγαλύτερο.
  • Και πού βρίσκεται, παππούλη, αυτή η πέρδικα;
  • Στη μέση της θάλασσας, παιδί μου. Μα ποιος μπορεί να πάει ως εκεί;

Το άλλο πρωί το γεροντάκι ήταν καλά κι έφυγε πάλι από το σπίτι και το κορίτσι έτρεξε στον κήπο, βρήκε τον αδελφό της και του τα ‘πε όλα. Κι αυτός δε χάνει καιρό, την αποχαιρετάει και μια και δυο πάει στην πολιτεία. Εκεί στο λιμάνι ήσαν πολλά καράβια, μα ένα απ’ αυτά ήταν έτοιμο να φύγει για ταξίδι μακρινό. Το παλικάρι ανέβηκε στο κα­ράβι και βρήκε τον καπετάνιο.

  • Με παίρνεις μούτσο; του λέει.
  • Σε παίρνω, λέει ο καπετάνιος, φαίνεσαι γερός και δυνατός και θα κάνεις καλά τη δουλειά σου.
  • Με μια συμφωνία, όμως, λέει το παιδί. Όταν φτάσουμε κοντά στη μέση της θάλασσας, θα μου δώσεις μια βάρκα κι εγώ θα μπω μέ­σα και θα πάω κάπου. Συ θα με περιμένεις να γυρίσω και να με ξαναπάρεις στο καράβι. Όσο για τον κόπο μου δε θέλω να μου δώσεις άλ­λο τίποτα. Θα δουλέψω χωρίς να πληρωθώ.
  • Σύμφωνοι, λέει ο καπετάνιος.

Και τον πήρε στο καράβι του κι άρχισε το ταξίδι. Ταξίδεψαν μήνες και μήνες και σαν κόντευαν να φτάσουν στη μέση της θάλασσας, το παλικάρι ζήτησε ό,τι είχαν συμφωνήσει από τον καπετάνιο. Αυτός πρόσταξε κι έριξαν μια βάρκα και μέσα μπήκε το παιδί κι άρχισε να τραβάει τα κουπιά, ώσπου χάθηκε από τα μάτια τους.

Προχώρησε έτσι κάμποσες ώρες, και ξαφνικά είδε πάνω στη θάλασσα ένα χρυσό κλουβί και μέσα στο κλουβί μια φωλιά με μια πέρδικα.

«Αυτή είναι!» φώναξε χαρούμενο το παλικάρι και τράβηξε τη βάρκα του κατά κει, έσκυψε κι έπιασε το κλουβί κι είδε τότε πως κάτω από την πέρδικα ήσαν οκτώ αυγουλάκια.

Άρχισε τότε να λάμνει κατά το καράβι και όταν έφτασε κι ανέβηκε, έβαλε την πέρδικα σ’ ένα μέρος ασφαλισμένο και την τάιζε και την πότιζε και την πρόσεχε σαν τα μάτια του όλον τον καιρό, ώσπου κά­ποτε ξαναγύρισε το καράβι στην πολιτεία.

Το παλικάρι τότε πήρε το κλουβί με το πουλί και έτρεξε στο σπίτι του δάσους. Όταν έφτασε ήταν μεσημέρι, το γεροντάκι όμως δεν είχε φύγει, όπως τις άλλες φορές, αλλά καθόταν στο τραπέζι και κάθε λί­γο σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το παράθυρο, σα να περίμενε κάτι. Κι όταν είδε το κλουβί τα μάτια του άστραψαν κι είπε στο παλι­κάρι:

  • Καλώς όρισες με την πέρδικα. Τι θέλεις τώρα να σου κάνω;
  • Να λύσεις τα μάγια από τ’ αδέλφια μου και να τα ξανακάνεις αν­θρώπους, είπε το παιδί.

Το γεροντάκι σηκώθηκε, πήγε στη σκάλα, τη χτύπησε με το βεργάκι του και την ξανάκανε άνθρωπο κι ύστερα χτύπησε και τη σκού­πα. Μόλις τ’ αδέλφια είδαν το ένα τ’ άλλο, ξεφώνισαν από χαρά κι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι από τα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα γλυκά. Κι ήταν τόσο ευτυχισμένα και τα τέσσερα, που λησμόνησαν ο­λωσδιόλου το γεροντάκι. Αυτό τους άφησε κάμποση ώρα να πουν τα δικά τους κι ύστερα φώναξε:

  • Έλα τώρα, παλικάρι μου, σπάσε και τ’ αυγά.
  • Τι χρειάζεται να τα σπάσω; έκανε το παιδί. Τώρα που βρεθήκαμε όλοι μας θα πάρουμε την αδελφή μας και θα πάμε στο σπίτι μας.
  • Σπάσε τ’ αυγά να κάνεις κι άλλο καλό, είπε το γεροντάκι.

Το παιδί πήγε στο κλουβί, πήρε τ’ αυγά και τα ‘σπάσε. Και τότε το γεροντάκι χάθηκε από τα μάτια τους μαζί με το άσπρο σπίτι και στη θέση του βρέθηκε ένα παλάτι όλο χρυσάφι και μάρμαρο, γεμάτο από τα πιο πολύτιμα πράγματα του κόσμου.

Υπήρχαν πελώριες σάλες με σπάνια λουλούδια που μοσχομύριζαν και μέσα στις σάλες άρ­χοντες και αρχόντισσες συριανούσαν, ντυμένοι στα βελούδα και στα χρυσά.

Τ’ αδέλφια κοίταζαν σαστισμένα και νόμιζαν πως έβλεπαν όνειρο, έξαφνα μια γλυκιά και απαλή σάλπιγγα άρχισε να χτυπά και αμέσως οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες στάθηκαν ακίνητοι σε δυο σειρές. Κι η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν μια γριά γυναίκα, ψηλή κι αδύνατη με μια χρυσή κορόνα στο κεφάλι κι ένα βασιλόπουλο τόσο όμορφο ό­πως ο ήλιος την αυγή.

Μόλις είδε τη γριά η κοπέλα, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά, γιατί στο πρόσωπό της γνώρισε τη γυναίκα του δάσους. Μα κι η βασίλισσα, μόλις την είδε, της χαμογέλασε.

«Έλα, καλό μου κορίτσι, της είπε, να δεις το γεροντάκι που υπηρε­τούσες τόσον καιρό και δε βαρυγνώμιασες μ’ όσα κι αν έκανε στα α­δέλφια σου».

»Μια κακιά μάγισσα μας είχε μαγέψει και τους δυο, ξαναείπε, είχε μαγέψει και το παλάτι μας κι όλους τους ανθρώπους μας, ώσπου να βρεθεί κάποιος να φέρει την πέρδικα με τ’ αυγά της από τη μέση της θάλασσας. Βρέθηκες εσύ, παλικάρι μου, και σ’ ευχαριστούμε. Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις για το καλό που μας έκανες. Έχω όμως κι εγώ να σας ζητήσω μια χάρη, είπε κοιτάζοντας τα τρία αδέλφια. Ζητώ την αδελφούλα σας γυναίκα για το γιο μου και βασίλισσα.

Τα τρία αδέλφια δεν εύρισκαν λόγια να πουν από την πολλή χα­ρά. Κι ύστερα από λίγον καιρό έγιναν οι γάμοι του βασιλόπουλου με την αδελφή τους και πήγαν όλοι μαζί στο παλάτι της πολιτείας τους, όπου έζησαν ευτυχισμένοι.

Δείτε περισσότερα στην προσωπική μου ιστοσελίδα.

Share: